Στο βίντεο που δημοσιεύω στη σημερινή μου ανάρτηση ο γνωστός Κρητικός δημοσιογράφος Γιώργος Βιτώρος, αφηγείται υποδειγματικά την πονεμένη ιστορία ενός Κρητικού πατέρα που έθαψε τους δυο γιους του.
Ο άτυχος πατέρας λεγόταν Γιάννης Λουλάκης από την Εθιά Ηρακλείου και η τραγική του μοίρα περιγράφεται μαεστρικά μέσα από αυτό το βίντεο, με ασύλληπτο μουσικό χαλί και συμπεριλαμβάνεται στο δίσκο του Γιώργου Βιτώρου με τίτλο Κρητών Πάθη.
Μεταφέρω αυτολεξεί την ιστορία του άτυχου πατέρα όπως δίνεται μέσα από το βίντεο:
Είναι κάποιοι άνθρωποι που η μοίρα τσι χτυπά ωσάν τα χταπόδια.
Αρρώστειες, αναποδιές, κατσιποδιές και θάνατοι που συνορίζονται, έτσι που το δάκρυ να μη λείπει από τα μάτια τους.
Ένας τέτοιος άνθρωπος ιδιαίτερα άτυχος, υπήρξε ο Γιάννης ο Λουλάκης στην Εθιά, αδελφός του Μανώλη του Λουλάκη του γνωστού μαντιναδολόγου.
Το 1938 ο άτυχος Γιάννης έθαψε τον ένα του γιο, το Χαραλάμπη, 25 μόλις χρόνων.
Το 1955 ξαναφίλησε για στερνή φορά, έναν άλλο γιο το Μανώλη, 35 χρόνων πατέρα δυο παιδιών.
Άρρωστος με λευχαιμία ο Μανώλης κι ο πατέρας ξενύχτησε τα δυο τελευταία βράδυα στο μαξελάρι του.
Κάποια στιγμή με τη βία σηκώσανε το γέροντα πατέρα, και τον επήγανε στο σπίτι ντου για ύπνο.
Τότε ξεψύχησε ο Μανώλης, με ταύλες του έφτιαξαν ένα πρόχειρο φέρετρο και όταν όλα ήσαν έτοιμα, επήγε ένας και ξύπνησε το γέρο.
Μόλις άκουσε το κακό χαμπάρι εμονολόγησε: Ε θε μου πάλι μαχαιριά χωρίς να ξαιματώσω και πως θα σκάψω πάλι γης και μέσα να σε χώσω.
Ύστερα κίνησε για το σπίτι του νεκρού και σαν αντίκρυσε το καπάκι του φερέτρου έπιασε τα μαλλιά του.
Το κακομοίρη ίντα λπιζα κ' ίντα βανα στο νου μου, με τα ταυλιά τη χτίσανε τη κατοικιά του γιου μου!!
Με σαλεμένα σχεδόν τα λογικά πήρε φόρα να χτυπήσει το κεφάλι στον τοίχο, μα τονε προλάβανε δυο-τρεις άντρες και τονε πιάσανε.
Κλαίγοντας άρχισε το μοιρολόι:
Αφήστε με να σκοτωθώ να κακοθανατίσω, να μην προλάβω γιόκα μου νεκρό να σε φιλήσω!!
Τρία χρόνια αργότερα, έπρεπε να στεφανώσει το γιο του το μικρότερο.
Σαν άρχισε το γλέντι κάποιοι μερακλήδες τονε σκεφτήκανε και πήγανε από το σπίτι να τονε φέρουνε στο μαγαζί απού γινόταν η ξεφάντωση.
Όλοι εβουβαθήκανε και περιμένανε να ακούσουνε μαντινάδες από τα χείλη του, μαντινάδες που όπως πιστεύανε θα είχανε αναφορές στους δυο νεκρούς γιους.
Πάνω εκεί μπήκε αλαφιασμένος ένας σπουργίτης μέσα στο κέντρο κι όλοι φωνάζοντας επροσπαθούσανε να πιάσουνε το ξεστρατημένο πουλί.
Το λόγο επήρε ο πονεμένος πατέρας:
Αφήσετε το το πουλί μην το ζυγώνετ' όλοι, γιατί θα να' ναι η ψυχή του γιου μου του Μανώλη!!
Κάποια στιγμή έφυγε το πουλί, ο λυράρης ξανάπιασε τη λύρα, ο λαγουθιέρης το λαγούτο και το γυρίσανε στο χυμαντικό.
Πριν βουρκώσει ο γέρος και φύγει είπε μια μαντινάδα:
Ποτέ δεν το φαντάστηκα κι ούτε και λογιαζάτο, να πορπατώ πάνω στη γης κι οι γιοι μου ν' αποκάτω!!
Ένα χρόνο αργότερα πέρασε ένας πλανόδιος φωτογράφος κι ο άμοιρος πατέρας του δωσε μια μικρή φωτογραφία του Μανώλη.
Να τηνε μεγεθύνεις όσο παίρνει είπε με βουρκωμένα μάτια.
Σ' ένα μήνα ο φωτογράφος έφταξε στο χωριό με τη φωτογραφία του Μανώλη.
Σαν άγιο δισκοπότηρο την έπιασε στα χέρια του ο πατέρας που άφησε τη φωθιά που έκαιγε τα σωθικά του να βγει όξω.
Ανάθεμα να έχουνε οι φωτογράφοι όλοι, που δε σου βάλανε φωνή να μου μιλείς Μανώλη!!!!!
Να με ρωτήξεις να μου πεις πως τα περνάς τα γέρα και ίντα κάνουνε τα ορφανά που σου' φηκα πατέρα!!
Ακολουθεί το συγκλονιστικό ηχητικό βίντεο ντοκουμέντο:
Ο άτυχος πατέρας λεγόταν Γιάννης Λουλάκης από την Εθιά Ηρακλείου και η τραγική του μοίρα περιγράφεται μαεστρικά μέσα από αυτό το βίντεο, με ασύλληπτο μουσικό χαλί και συμπεριλαμβάνεται στο δίσκο του Γιώργου Βιτώρου με τίτλο Κρητών Πάθη.
Μεταφέρω αυτολεξεί την ιστορία του άτυχου πατέρα όπως δίνεται μέσα από το βίντεο:
Είναι κάποιοι άνθρωποι που η μοίρα τσι χτυπά ωσάν τα χταπόδια.
Αρρώστειες, αναποδιές, κατσιποδιές και θάνατοι που συνορίζονται, έτσι που το δάκρυ να μη λείπει από τα μάτια τους.
Ένας τέτοιος άνθρωπος ιδιαίτερα άτυχος, υπήρξε ο Γιάννης ο Λουλάκης στην Εθιά, αδελφός του Μανώλη του Λουλάκη του γνωστού μαντιναδολόγου.
Το 1938 ο άτυχος Γιάννης έθαψε τον ένα του γιο, το Χαραλάμπη, 25 μόλις χρόνων.
Το 1955 ξαναφίλησε για στερνή φορά, έναν άλλο γιο το Μανώλη, 35 χρόνων πατέρα δυο παιδιών.
Άρρωστος με λευχαιμία ο Μανώλης κι ο πατέρας ξενύχτησε τα δυο τελευταία βράδυα στο μαξελάρι του.
Κάποια στιγμή με τη βία σηκώσανε το γέροντα πατέρα, και τον επήγανε στο σπίτι ντου για ύπνο.
Τότε ξεψύχησε ο Μανώλης, με ταύλες του έφτιαξαν ένα πρόχειρο φέρετρο και όταν όλα ήσαν έτοιμα, επήγε ένας και ξύπνησε το γέρο.
Μόλις άκουσε το κακό χαμπάρι εμονολόγησε: Ε θε μου πάλι μαχαιριά χωρίς να ξαιματώσω και πως θα σκάψω πάλι γης και μέσα να σε χώσω.
Ύστερα κίνησε για το σπίτι του νεκρού και σαν αντίκρυσε το καπάκι του φερέτρου έπιασε τα μαλλιά του.
Το κακομοίρη ίντα λπιζα κ' ίντα βανα στο νου μου, με τα ταυλιά τη χτίσανε τη κατοικιά του γιου μου!!
Με σαλεμένα σχεδόν τα λογικά πήρε φόρα να χτυπήσει το κεφάλι στον τοίχο, μα τονε προλάβανε δυο-τρεις άντρες και τονε πιάσανε.
Κλαίγοντας άρχισε το μοιρολόι:
Αφήστε με να σκοτωθώ να κακοθανατίσω, να μην προλάβω γιόκα μου νεκρό να σε φιλήσω!!
Τρία χρόνια αργότερα, έπρεπε να στεφανώσει το γιο του το μικρότερο.
Σαν άρχισε το γλέντι κάποιοι μερακλήδες τονε σκεφτήκανε και πήγανε από το σπίτι να τονε φέρουνε στο μαγαζί απού γινόταν η ξεφάντωση.
Όλοι εβουβαθήκανε και περιμένανε να ακούσουνε μαντινάδες από τα χείλη του, μαντινάδες που όπως πιστεύανε θα είχανε αναφορές στους δυο νεκρούς γιους.
Πάνω εκεί μπήκε αλαφιασμένος ένας σπουργίτης μέσα στο κέντρο κι όλοι φωνάζοντας επροσπαθούσανε να πιάσουνε το ξεστρατημένο πουλί.
Το λόγο επήρε ο πονεμένος πατέρας:
Αφήσετε το το πουλί μην το ζυγώνετ' όλοι, γιατί θα να' ναι η ψυχή του γιου μου του Μανώλη!!
Κάποια στιγμή έφυγε το πουλί, ο λυράρης ξανάπιασε τη λύρα, ο λαγουθιέρης το λαγούτο και το γυρίσανε στο χυμαντικό.
Πριν βουρκώσει ο γέρος και φύγει είπε μια μαντινάδα:
Ποτέ δεν το φαντάστηκα κι ούτε και λογιαζάτο, να πορπατώ πάνω στη γης κι οι γιοι μου ν' αποκάτω!!
Ένα χρόνο αργότερα πέρασε ένας πλανόδιος φωτογράφος κι ο άμοιρος πατέρας του δωσε μια μικρή φωτογραφία του Μανώλη.
Να τηνε μεγεθύνεις όσο παίρνει είπε με βουρκωμένα μάτια.
Σ' ένα μήνα ο φωτογράφος έφταξε στο χωριό με τη φωτογραφία του Μανώλη.
Σαν άγιο δισκοπότηρο την έπιασε στα χέρια του ο πατέρας που άφησε τη φωθιά που έκαιγε τα σωθικά του να βγει όξω.
Ανάθεμα να έχουνε οι φωτογράφοι όλοι, που δε σου βάλανε φωνή να μου μιλείς Μανώλη!!!!!
Να με ρωτήξεις να μου πεις πως τα περνάς τα γέρα και ίντα κάνουνε τα ορφανά που σου' φηκα πατέρα!!
Ακολουθεί το συγκλονιστικό ηχητικό βίντεο ντοκουμέντο: