Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

Μια παλιά τραγική ιστορία της Κρήτης!!!

Στο βίντεο που δημοσιεύω στη σημερινή μου ανάρτηση ο γνωστός Κρητικός δημοσιογράφος Γιώργος Βιτώρος, αφηγείται υποδειγματικά την πονεμένη ιστορία ενός Κρητικού πατέρα που έθαψε τους δυο γιους του.
Ο άτυχος πατέρας λεγόταν Γιάννης Λουλάκης από την Εθιά Ηρακλείου και η τραγική του μοίρα περιγράφεται μαεστρικά μέσα από αυτό το βίντεο, με ασύλληπτο μουσικό χαλί και συμπεριλαμβάνεται στο δίσκο του Γιώργου Βιτώρου με τίτλο Κρητών Πάθη.
Μεταφέρω αυτολεξεί την ιστορία του άτυχου πατέρα όπως δίνεται μέσα από το βίντεο:

Είναι κάποιοι άνθρωποι που η μοίρα τσι χτυπά ωσάν τα χταπόδια.
Αρρώστειες, αναποδιές, κατσιποδιές και θάνατοι που συνορίζονται, έτσι που το δάκρυ να μη λείπει από τα μάτια τους.
Ένας τέτοιος άνθρωπος ιδιαίτερα άτυχος, υπήρξε ο Γιάννης ο Λουλάκης στην Εθιά, αδελφός του Μανώλη του Λουλάκη του γνωστού μαντιναδολόγου.
Το 1938 ο άτυχος Γιάννης έθαψε τον ένα του γιο, το Χαραλάμπη, 25 μόλις χρόνων.
Το 1955 ξαναφίλησε για στερνή φορά, έναν άλλο γιο το Μανώλη, 35 χρόνων πατέρα δυο παιδιών.
 Άρρωστος με λευχαιμία ο Μανώλης κι ο πατέρας ξενύχτησε τα δυο τελευταία βράδυα στο μαξελάρι του.
Κάποια στιγμή με τη βία σηκώσανε το γέροντα πατέρα, και τον επήγανε στο σπίτι ντου για ύπνο.
Τότε ξεψύχησε ο Μανώλης, με ταύλες του έφτιαξαν ένα πρόχειρο φέρετρο και όταν όλα ήσαν έτοιμα, επήγε ένας και ξύπνησε το γέρο.
Μόλις άκουσε το κακό χαμπάρι εμονολόγησε: Ε θε μου πάλι μαχαιριά χωρίς να ξαιματώσω και πως θα σκάψω πάλι γης και μέσα να σε χώσω.
Ύστερα κίνησε για το σπίτι του νεκρού και σαν αντίκρυσε το καπάκι του φερέτρου έπιασε τα μαλλιά του.
Το κακομοίρη ίντα λπιζα κ' ίντα βανα στο νου μου, με τα ταυλιά τη χτίσανε τη κατοικιά του γιου μου!!
Με σαλεμένα σχεδόν τα λογικά πήρε φόρα να χτυπήσει το κεφάλι στον τοίχο, μα τονε προλάβανε δυο-τρεις άντρες και τονε πιάσανε.
Κλαίγοντας άρχισε το μοιρολόι:
Αφήστε με να σκοτωθώ να κακοθανατίσω, να μην προλάβω γιόκα μου νεκρό να σε φιλήσω!!
Τρία χρόνια αργότερα, έπρεπε να στεφανώσει το γιο του το μικρότερο.
Σαν άρχισε το γλέντι κάποιοι μερακλήδες τονε σκεφτήκανε και πήγανε από το σπίτι να τονε φέρουνε στο μαγαζί απού γινόταν η ξεφάντωση.
Όλοι εβουβαθήκανε και περιμένανε να ακούσουνε μαντινάδες από τα χείλη του, μαντινάδες που όπως πιστεύανε θα είχανε αναφορές στους δυο νεκρούς γιους.
Πάνω εκεί μπήκε αλαφιασμένος ένας σπουργίτης μέσα στο κέντρο κι όλοι φωνάζοντας επροσπαθούσανε να πιάσουνε το ξεστρατημένο πουλί.
Το λόγο επήρε ο πονεμένος πατέρας:
Αφήσετε το το πουλί μην το ζυγώνετ' όλοι, γιατί θα να' ναι η ψυχή του γιου μου του Μανώλη!!
Κάποια στιγμή έφυγε το πουλί, ο λυράρης ξανάπιασε τη λύρα, ο λαγουθιέρης το λαγούτο και το γυρίσανε στο χυμαντικό.
Πριν βουρκώσει ο γέρος και φύγει είπε μια μαντινάδα:
Ποτέ δεν το φαντάστηκα κι ούτε και λογιαζάτο, να πορπατώ πάνω στη γης κι οι γιοι μου ν' αποκάτω!!
Ένα χρόνο αργότερα πέρασε ένας πλανόδιος φωτογράφος κι ο άμοιρος πατέρας του δωσε μια μικρή φωτογραφία του Μανώλη.
Να τηνε μεγεθύνεις όσο παίρνει είπε με βουρκωμένα μάτια.
Σ' ένα μήνα ο φωτογράφος έφταξε στο χωριό με τη φωτογραφία του Μανώλη.
Σαν άγιο δισκοπότηρο την έπιασε στα χέρια του ο πατέρας που άφησε τη φωθιά που έκαιγε τα σωθικά του να βγει όξω.
Ανάθεμα να έχουνε οι φωτογράφοι όλοι, που δε σου βάλανε φωνή να μου μιλείς Μανώλη!!!!!
Να με ρωτήξεις να μου πεις πως τα περνάς τα γέρα και ίντα κάνουνε τα ορφανά που σου' φηκα πατέρα!!


                              Ακολουθεί το συγκλονιστικό ηχητικό βίντεο ντοκουμέντο:




Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Η άγνωστη ιστορία του Θοδωρομανώλη!!

Ο Μανώλης Θεοδωράκης ή Θοδωρομανώλης όπως είναι ευρύτερα γνωστός, είναι ο πρώτος ιστορικά καταγεγραμμένος και γνωστός λυράρης της Κρήτης.
Γεννήθηκε  το 1778 στο Επανοχώρι Σελίνου Χανίων, στη συνοικία Μαραγκιανά της κοινότητας αυτής και λεγόταν Μαραγκάκης, αλλά άλλαξε το επίθετό του σε Θεοδωράκης επειδή έλεγαν Θεόδωρο τον πατέρα του.
Η ιστορία του έγινε γνωστή στους παλαιότερους από το ομώνυμο ριζίτικο, δηλαδή τραγούδι της ταύλας από τα χωριά που βρίσκονται στις ρίζες των Λευκών Ορέων, γιατί σκότωσε τον Τούρκο γεννίτσαρο Εμίν Βέργερη, από την εξέχουσα τουρκοκρητική οικογένεια των Βεργέρηδων (απόγονων ευγενών Ενετών φεουδαρχών που εξισλαμίστηκαν) .
Επειδή  ο Θοδωρομανώλης ήταν ονομαστός και άξιος λυράρης, φημισμένος για το παίξιμό του, έλαβε πρόσκληση από τον διαβόητο γεννίτσαρο του Επανοχωριού, Εμίν Βέργερη να πάει στο σπίτι του και να παίξει προσωπικά γι αυτόν και την παρέα του, αλλά και να έφερνε επίσης τις ξαδέρφες του και τη χήρα θεία του για να διασκεδάσουν όλοι μαζί στον οντά του Βέργερη.
Βεβαίως ο Θοδωρομανώλης γνώριζε την τύχη που τους επιφύλασσε ο Τούρκος και φυγάδεψε τις γυναίκες στο φαράγγι της Σαμαριάς, γιατί ο Βέργερης θα τις βίαζε, θα τις έκανε δούλες του ή θα τις έπαιρνε στο χαρέμι του.
Ήταν άλλωσε ο φόβος και ο τρόμος των χριστιανών της περιοχής και τα εγκλήματα που είχε διαπράξει εις βάρος τους διαβόητα.
Μόλις λοιπόν φυγάδεψε το σόι του στην ασφάλεια του απάτητου φαραγγιού, έστησε καρτέρι στο Βέργερη και τον σκότωσε, ξεκαθαρίζοντας την περιοχή από τον αθεόφοβο και άγριο γεννίτσαρο.
Φυγοδίκησε και κατέφυγε στον Ομαλό, όπου όμως τον έπιασαν οι Τούρκοι και τον πήγαν στον πασά των Χανίων για να απολογηθεί.
Ο πασάς τον ρώτησε γιατί σκότωσε το Βέργερη, εκείνος του εξήγησε ότι ο Βέργερης είχε σκοπό να ατιμάσει την οικογένειά του, ο πασάς τον συμβούλεψε να βρει μια δικαιολογία για να σωθεί, αλλά αφού δεν απαρνήθηκε ο Θοδωρομανώλης το φόνο, τότε τον άφησε στο έλεος των Τούρκων, οι οποίοι τον έδεσαν και τον περιέφεραν δέσμιο στα Χανιά και τέλος τον κρέμασαν σε ένα περιβόλι, δίπλα στον Άγιο Λουκά στα Χανιά, που είναι σήμερα το νεκροταφείο της πόλης
Ο Θοδωρομανώλης ήταν 40 ετών όταν κρεμάστηκε το 1818 και δεν πρόλαβε να ζήσει τη μεγάλη δεκαετή κρητική επανάσταση που άρχισε 3 χρόνια αργότερα.
Ακολουθεί ολόκληρο το ριζίτικο με όλους τους στίχους, που εξιστορεί αναλυτικά την ιστορία αυτή του Θοδωρομανώλη, γραμμένο στην κρητική διάλεκτο και ένα βίντεο από την κυρία Στυλιανή Σχοινοπλοκάκη από το Επανοχώρι, τόπο καταγωγής του Θοδωρομανώλη, που τραγουδάει με εκπληκτική μαεστρία, ζωντάνια και αρχοντιά το σπουδαίο ριζίτικο.

Το ριζίτικο:
Ζιμπούλι ζιμπουλάκι μου κατάμπλαβο ζιμπούλι
αφουγκραστείτε να σας πω λυπητερό τραγούδι.
Για τον Μανώλη θα σας πω το Θοδωρομανώλη
που σκότωσε τον Βέργερη πάνω στ' Απανοχώρι.
Κι αν θέλετε να μάθετε τση πράξεις του Βεργέρη
που έπιανε τση Χριστιανούς και ξεμασκαρωνέτζει.
Κι έκανε κι άλλα πράγματα κι άλλα πολλά μεγάλα
ό,τι έκανε των Χριστιανών ήταν μεγάλο πράγμα.
Έβανε κι αγγαρεύανε χειμώνα καλοκαίρι
κι όπου να ερεθίζανε του σκύλου του Βεργέρη.
Κι αν ήθελε να δει ποθές κανένα αντρειωμένο
έπιανε και έσφαζέ τονε άδικα τον καημένο.
Εκάλεσε και λυρατζή τον Θοδωρομανώλη
να πάνε να γλεντίζουνε εις του Κωτσομανώλη.
Μα σώπασε μωρέ Αγά με τα παράξενα σου
για να φρομίσει ο γλετζές που κάνει η αφεντιά σου.
Έλα Μανώλη να σου πω και ας βρωμέσει κιόλα:
και πάλι θα γλεντήσουμε εκείνη να την ώρα.
Και πάει στα Μαραγκιανά και λέει το τση θειάς του
όφου καημένη κέρα θεια απόψε τα παιδιά σου.
Και πάρε τα στα γρήγορα και πάτε στο φαράγγι
γιατί θα σου τα σφάξουνε απόψε οι Γιαννιτσάροι.
Και σαν τα συναπόβγαλε και πήγαν στο φαράγγι
επήρε το τουφέκι του και στων Ζουρήδων πάει
να δείξει στον Εμιναγά πώς παίζουν οι αντρειωμένοι.
Εις τον εξώστη το 'θέσε κι ύστερα μπαίνει μέσα
κι είδε πως έκαναν πράγματα που ανθρώπου δεν αρέσαν.
Κι αποκειδά τον παίρνουνε και πάνε τον στη Χώρα
να τόνε καταλύσουνε εκείνη να την ώρα.
Εις του Πασά τον πήγανε και μέσα τόνε βάνει
μπαίναι κι εξέταζέ τονε από το πρωί ως το βράδυ.
Γιάντα μωρέ τον σκότωσες κι ήτανε αφορμή σου
και θα σε θανατώσουνε να χάσεις τη ζωή σου.
Αφέντη και δεν τσή μαθες τση πράξεις του Βεργέρη
μα θέλεις να μ' αναρωτάς και να με περιπαίζεις.
Το ίρτζι μου εζήτησε για να με απατήσει
για κείνο τόνε σκότωσα κι ως θέλεις κάμε κρίση.
Μωρέ Μανώλη αρνήσου σου το και πες για ένα άλλο
για θα σε θανατώσουνε δεν έχω ήντα σου κάμω.
Και ο Πασάς εφώναξε με μια φωνή μεγάλη
ως θέλετε να πράξετε κι ως γράφει το κιτάπι.
Κι οι Τούρκοι εχυμήξανε και δέσανέ ντο κιόλα
και στο σχοινί τον κρέμασαν εκείνη να την ώρα.
Δίπλα στον Άγιο Λουκά που είναι το περβόλι
εκεί 'ναι και τα κόκκαλα του Θοδωρομανώλη.
Κι όταν εκατεβάζανε στο μνήμα το κορμί του
άγγελοι παραλάβανε την αθώα ψυχή του.
Γιατί υπερασπίστηκε θρησκεία και πατρίδα
μα και την οικογένεια, η μνήμη του αιωνία.

Το βίντεο :


Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Μονή Βωσάκου-Μονή Χαλέπας

Ορειβατική εξόρμηση πραγματοποιήσαμε χτες Κυριακή 18 Μαρτίου με τον Ορειβατικό Σύλλογο Χανίων, στο νομό Ρεθύμνου στην επαρχία Μυλοποτάμου.
Πιο συγκεκριμένα πεζοπορήσαμε στο όρος Κουλούκωνας ή ( Ταλλαία όρη λόγω του ότι εκεί κοιμόταν ο μυθικός Τάλως όταν φυλούσε την Κρήτη) στη διαδρομή από τη Μονή Βωσάκου ως τη Μονή Χαλέπας, ενώ η εκδρομή συνδιοργανώθηκε με τον Ορειβατικό Ηρακλείου, μιας και έχουν ξανακάνει τη διαδρομή, αφού ο ΕΟΣ Χανίων, δεν είχε ξαναπάει εκεί.
Ξεκινήσαμε πολύ πρωί από τα Χανιά και μέσω της εθνικής Χανίων-Ηρακλείου, σταματήσαμε στην καντίνα έξω από το Μπαλί Ρεθύμνου μέχρι να έρθουν οι Ηρακλειώτες και μετά από 20 λεπτά που έφτασαν προχωρήσαμε ακόμα 4 χιλιόμετρα πέρα από το Μπαλί, στη θέση Καλό Χωράφι, όπου και ήταν το σημείο εκκίνησης της πεζοπορίας.
Αρχικά και για ένα τέταρτο περπατήσαμε σε ένα ομαλό και σχετικά ανηφορικό χωματόδρομο που χηρσιμοποιούν οι βοσκοί, επειδή γύρω γύρω συναντήσαμε αρκετές στάνες και αιγοπρόβατα, των οποίων την ησυχία διαταράξαμε.
Η βλάστηση σε αυτό το κομμάτι απαρτιζόταν κυρίως από χαρουπιές και υπήρχαν πολλά περιφραγμένα σημεία με ζώα μέσα και πολλές αποθήκες, ακόμα όσο ανεβαίναμε για να μπούμε στη ρεματιά που θα μας οδηγούσε στη Μονή Βωσάκου, αχνοφαινόταν από πίσω μας το Κρητικό Πέλαγος μέχρι που χάθηκε οριστικά από τα μάτια μας.
Αργότερα μπήκαμε μέσα στην ανηφορική ρεματιά, σε ένα μέτριας δυσκολίας μονοπάτι, κατάφυτο από σχίνους και πρίνους που έκρυβαν τον ήλιο και δυσκόλευαν σχετικά το περπάτημα, ενώ υπήρχε και ένα μικρό ποταμάκι που κυλούσε ήσυχα.
Παραμείναμε καλυμμένοι μέσα στη ρεματιά για περίπου μισή ώρα, ώσπου βγήκαμε σε ένα μικρό πλάτωμα για ολιγόλεπτη ξεκούραση και μετά πήραμε το δρόμο για το πιο αραιοφυτεμένο και δυσκολότερο κομμάτι της ρεματιάς, όπου κυριαρχούσαν οι θάμνοι, τα δέντρα ήταν κυρίως πρίνοι  διασκορπισμένοι, παράλληλα με τη ζέστη και την έντονη κλίση ανωφέρειας δυσκόλεψαν πολλούς πεζοπόρους.
Αυτή η ανάβαση εναλλάχθηκε 2-3 φορές με τη μετάβαση από την ανάβαση πλαγιάς σε πεζοπορία σε χωματόδρομο, έως ότου καταφέραμε τελικά μετά από 2 ώρες να φτάσουμε στην κορυφή Κουτρούλης πάνω από τη Μονή Βωσάκου σε υψόμετρο 300 μέτρων, την οποία κρύβει ένα πανέμορφο μικρό πρινόδασος, το οποίο περάσαμε και καταλήξαμε στο φημισμένο μοναστήρι.
Κάναμε μια μεγάλη στάση για ξεκούραση στη μονή για μια ώρα, όπου πετύχαμε και μια αρτοκλασία με πολλούς πιστούς που είχαν συρεύσει για τη λειτουργία, θαυμάσαμε τα κελιά, το καθολικό αφιερωμένο στον Τίμιο Σταυρό, τραβήξαμε αρκετές φωτογραφίες, φάγαμε άρτο και παρακολουθήσαμε μια μικρή λειτουργία στον προαύλειο χώρο.
Κάπου στις 12.30 αφήυσαμε πίσω μας τη μονή και μπήκαμε σε ένα χωματόδρομο για λίγη ώρα μέχρι το τεράστιο οροπέδιο που απλώνεται μπροστά από το μοναστήρι το οποίο από μακριά φαίνεται σαν απόρθητο κάστρο μιας και είναι χτισμένο σε φρουριακή μορφή.
Δεξιά και αριστερά μας υπήρχαν κάποια βοσκοτόπια και αναβαθμίδες με πρίνους και θάμνους και στη συνέχεια αρχίσαμε ξανά την ανάβαση της κατάφυτης πλαγιάς νότια της μονής.
Δεν υπάρχει ευδιάκριτο μονοπάτι, το οποίο είναι δύσβατο, αρκετά ανηφορικό και κουραστικό, πράγμα το οποίο κούρασε αρκετά όλους μας μέχρι να φτάσουμε στον ασφαλοστρωμένο δρόμο που οδηγεί στη Μονή Βωσάκου και στην κορυφή Μεσοκόφινας.
Εκεί λίγο παραπάνω βρίσκονται ερειπωμένα μιτάτα, πολλά κατσίκια στις τριγύρω πλαγιές και βεβαίως η γνωστή στους Ρεθυμνιώτες ταβέρνα Το κάστρο του Βωσάκου με το πεντανόστιμο κρέας.
Περιμέναμε εκεί στη στροφή για ανασύνταξη και μετά κατηφορίσαμε πάνω στον αμαξωτό για περίπου 2 χιλιόμετρα, όπου συναντήσαμε ένα φισογυριστό και κατηφορικό χωματόδρομο τον οποίο ακολουθήσαμε για λίγο μέχρι να ξαναμπούμε σε ένα παλιό μονοπάτι που θα μας οδηγούσε βόρεια από το χωριό Δοξαρό.
Ένα από τα ωραιότερα σημεία της πεζοπορίας ήταν αυτό, αφού περπατήσαμε ανάμεσα σε ελαιώνες με αιωνόβια δέντρα, με τις χαρακτηριστικές αντιρρίδες και αναβαθμίδες να πλαισώνουν τα δέντρα και τα χωράφια, πέτρινα τοιχεία και λίγο παρακάτω συναντήσαμε έναν παλιό κούμο, πλινθόκτιστα μιτάτα και παλιά εγκαταλελειμένα αλώνια.
Μισή ώρα κράτησε το ταξίδι μας αυτό στην παλιά εποχή, μέχρι που μπήκαμε στον παλιό και ερειπωμένο οικισμό του Δοξαρού με τα ετοιμόρροπα και παλιά κρητικά σπίτια, ζωντανά απομεινάρια μιας άλλης αρχοντικής εποχής και μέσα από τα στενά σοκάκια του χωριού και κατηφορίζοντας συνεχώς φτάσαμε στο νέο οικισμό του χωριού, όπου μείναμε για λίγο.
Όταν βγήκαμε από το Δοξαρό και αφού είχαμε ρημάξει τις πορτοκαλιές κόβοντας πορτοκάλια και μανταρίνια, κατευθυνθήκαμε μέσα από χωράφια, κινούμενοι προς νότο μέχρι που μπήκαμε σε ένα πανέμορφο πλινθόκτιστο και καταπράσινο από βελανιδιές, πρίνους, ελιές και αμυγδαλιές καλντερίμι, παλιό δρόμο που συνέδεε το Δοξαρό με τη Μονή Χαλέπας και το χωριό Τσαχιανά.
Η διάρκεια της πεζοπορίας μας στο καλντερίμι ήταν περίπου μια ώρα, σε ομαλό έδαφος και ήταν πραγματικά το ομορφότερο κομμάτι της διαδρομής χωρίς υπερβολή.
Ακολούθως βγήκαμε στο μικρό χωριό Τσαχιανά, περάσαμε μέσα από τα στενά τους δρομάκια, βγήκαμε στον αμαξωτό και μετά από λίγο, φτάσαμε στον τελικό μας προορισμό τη Μονή Χαλέπας.
Στη μονή αφού περιπλανηθήκαμε στο πανέμορφο εσωτερικό της, ετοιμάστηκε ένα μικρό κέρασμα με γραβιέρα, κουλούρια, σταφίδες, ντοματίνια, καφέδες και τσικουδιά από τον μοναχό που συντηρεί και ασκητεύει στη μονή, ξεκουραστήκαμε, ακούσαμε την ιστορία του μοναστηριού από τον μοναχό Πορφύριο εκ Παλαιστίνης, που κρατάει ζωντανό και όρθιο το ιστορικό μοναστήρι και κάπου στις 5 φύγαμε για τα Χανιά.
Η συμμετοχή ξεπέρασε τα 100 άτομα και από τους 2 συλλόγους, ήταν ανηφορική και κάπως κοπιαστική, μέτριας δυσκολίας, άσχετα με το τι έλεγαν μερικοί και μερικές.
Δεν έμεινα άφωνος από το κάλλος του φυσικού τοπίου, αλλά και μόνο που πήγαμε στις δύο αυτές μονές μου φτάνει, αφού πρόκειται για δύο ιστορικά μοναστήρια, ενώ και το γεγονός ότι περάσαμε μέσα από ξεχασμένα καλντερίμια και συναντήσαμε τον παλιό λαϊκό τρόπο αρχιτεκτονικής των χωριών μου φτάνει, αφού δεν είχα ξαναδεί παρόμοιες εικόνες.
Ακολουθούν πολλές φωτογραφίες από την πεζοπορική δραστηριότητα.

                                                                 Όρος Κουλούκωνας









































































         Περπατώντας ανάμεσα στα αλώνια, τις αναβαθμίδες και τα μιτάτα στο Δοξαρό Ρεθύμνου